GrecoItaliano


γονέας  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

padre ~m~

γονείς
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

i genito`ri ~mp~ οι γονείς μου πέθαναν προ διετίας==i miei genitori sono morti due anni or sono

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι γονείς [m.] = i genitori [αρσ. πλυθ.]



Sfoglia il dizionario




{{ID:GONEAS100}}
---CACHE---