GrecoItaliano


γραφειοκράτης  
ουσιαστικό αρσενικό

buro`crate ~m~

γραφειοκράτες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

burocrazi`a ~f~

γραφειοκράτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [γραφειοκράτης ^-η, ο^]
2 buro`crate ~f~

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:GRAFEIOKRATHS100}}
---CACHE---