GrecoItaliano


γυναικάδελφος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [γυναικάδερφος ^-ου, ο^]

γυναικαδέρφη
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [γυναικάδερφος ^-ου, ο^]
2 cogna`ta ~f~; sore`lla ~f~ della mo`glie

γυναικαδέλφη
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [γυναικαδέρφη ^-ης, η^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:GYNAIKADERFOS100}}