Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ηχώ  
ουσιαστικό θηλυκό

1 eco ~mf~
2 (fig) portavoce ~mf~, eco ~mf~ είναι η πιστή ηχώ του διευθυντή == è il fedele portavoce, l'eco fedele del direttore

ηχώ  
ρήμα αμετάβατο

1 suona`re οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα == le campane suonavano a festa
2 risuona`re, echeggia`re, riecheggia`re μες στη νύχτα ήχησε ένας πυρoβoλισμός == nella notte riecheggiò uno sparo
3 (fig) ave`re risona`nza o λόγος του ήχησε σε ολόκληρο τον κόσμο == il suo discorso ha avuto grande risonanza in tutto il mondo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ηχόχρωμα ήψημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---