Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιχθυοτρόφος  
ουσιαστικό αρσενικό

pescicoltore ~m~, piscicolto`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιχθυοτροφία ιχθυοφάγος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---