Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιδιοτέλεια  
ουσιαστικό θηλυκό

l'e`ssere mosso da un intere`sse persona`le, da un ca`lcolo opportuni`stico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιδιοσυστασία ιδιοτελής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---