Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ιδιοτέλεια

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ιδιοτέλεια  
ουσιαστικό θηλυκό

l'e`ssere mosso da un intere`sse persona`le, da un ca`lcolo opportuni`stico

permalink
‹ ιδιοσυστασία
ιδιοτελής ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ίδιος (-α, -ο)
ιδίος {κ. (λόγ.)...
ιδιοσκεύασμα {ιδιοσκευά...
ιδιοσυγκρασία {ιδιοσυγκρ...
ιδιοσυστασία {ιδιοσυστα...
ιδιοτέλεια [θηλ.ουσ]
ιδιοτελής {ιδιοτελ-ο...
ιδιοτελώς [επίρ.]
ιδιότητα {ιδιοτήτων...
ιδιότροπα [επίρ.]
ιδιοτροπία {ιδιοτροπι...
ιδιότροπος [επίθ.]
ιδιοτυπία {ιδιοτυπιώ...
ιδιοφυέστατος [επίθ.]
ιδιοφυέστερος [επίθ.]
ιδιοφυής {ιδιοφυ-ού...
ιδιοφυΐα {χωρ. πληθ...
ιδιόχειρος [επίθ.]
ιδιοχρησία {ιδιοχρησι...
ιδίωμα {ιδιώμ-ατο...


{{ID:IDIOTELEIA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti