Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ιδρύω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ιδρύω  
ρήμα μεταβατικό

1 fonda`re, costrui`re
2 (fig) istitui`re, costitui`re, forma`re, fonda`re ιδρύω λέσχη όμιλo == istituire un circolo | ιδρύω πoδoσφαιρικό όμιλo == costituire una società calcistica

permalink
‹ ιδρύτρια
ίδρωμα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ιδρύς [ουσ αρσ ]
ίδρυση {-ης κ. -ύ...
ιδρυτής [ουσ αρσ ]
ιδρυτικός [επίθ.]
ιδρύτρια {ιδρυτριών...
ιδρύω [ρ. μτβ.]
ίδρωμα [ουσ ουδ.]
ιδρωμένος [επίθ.]
ιδρώνω [ρ.αμτβ.]
ιδρώνω [ρ. μτβ.]
ίδρωση [θηλ.ουσ]
ιδρώτα [θηλ.ουσ]
ιδρωτάρι {ιδρωταρ-ι...
ίδρωτας [ουσ αρσ ]
ιδρώτας [ουσ αρσ ]
ιδρωτικός [επίθ.]
ιδρωτίλα {χωρ. πληθ...
ιδρωτοποιία [θηλ.ουσ]
ιδρωτοποιός [επίθ.]
ιδυό [ απόλ. αριθμ. επίθ.]


{{ID:IDRYW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti