GrecoItaliano


ιεροφάντης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 adorato`re ~m~
2 ierofa`nte ~m~

ιεροφάντισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ιεροφάντης]

ιεροφάντιδα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ιεροφάντης]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:IEROFANTHS100}}
---CACHE---