GrecoItaliano


ικανοποιητικός  
επίθετο

soddisface`nte ικανoπoιητική συμφωνία == accordo soddisfacente | ικανoπoιητικός μισθός == stipendio soddisfacente

ικανοποιητικότερος
επίθετο

comparativo di [ικανοποιητικός]

ικανοποιητικώτερος
επίθετο

comparativo di [ικανοποιητικός]

ικανοποιητικότατος
επίθετο

superlativo di [ικανοποιητικός]

ικανοποιητικώτατος
επίθετο

superlativo di [ικανοποιητικός]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:IKANOPOIHTIKOS100}}
---CACHE---