GrecoItaliano


ινστιτούτο  
ουσιαστικό ουδέτερο

centro ~m~, istitu`to ~m~ ινστιτούτο ερευνών == centro di ricerca | ινστιτούτο ξένων γλωσσών == istituto di lingue straniere | ινστιτούτο αισθητικής == istituto di bellezza

ιστιτούτο
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [ινστιτούτο]

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το ινστιτούτο ομορφιάς = istituto [αρσ.] di bellezza



Sfoglia il dizionario




{{ID:INSTITOYTO100}}
---CACHE---