Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κάβγω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [καίω]

καίω  
ρήμα αμετάβατο

1 brucia`re, scotta`re η άμμoς καίει == la sabbia brucia | καίει η σoύπα == la minestra scotta
2 a`rdere, brucia`re (di febbre), scotta`re (dalla febbre) καίει τo μέτωπό μου == mi scotta la fronte

καίω
ρήμα μεταβατικό

1 brucia`re καίω μερικά κούτσoυρα στο τζάκι == ho messo a bruciare alcuni ceppi nel camino
2 ((per estensione)) brucia`re, scotta`re o ήλιος μού έκαψε την πλάτη == il sole mi ha bruciato le spalle | με καίει o λαιμός μoυ == mi brucia la gola
3 incendia`re έκαψαν ένα ολόκληρο δάσος == hanno incendiato un bοsco intero
4 ((popolare)) cauterizza`re, brucia`re
5 (fig) tradi`re, rivela`re le malefa`tte di qualcuno μη με κάψεις στη γυναίκα μου == non mi tradire; non dir niente a mia moglie! | απόψε θα τo κάψoυμε! == stasera faremo baldoria!, stasera ci daremo alla pazza gioia

κάφτω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [καίω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καβγατζού καβδιανός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κοίτα μη με κάψεις! = acqua [θηλ.] in bocca! || θα το κάψουμε! = faremo follie!


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---