Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›καμινάδα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

καμινάδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 canna ~f~ fuma`ria, ciminie`ra ~f~, cami`no ~m~
2 di nave fumaio`lo ~m~

permalink
‹ καμικάζι
καμινάρης ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καμηλό [ουσ ουδ.]
καμηλοπάρδαλη {καμηλοπαρ...
κάμηλος {καμήλ-ου ...
καμιά [αντων.]
καμικάζι [ουσ αρσ ]
καμινάδα [θηλ.ουσ]
καμινάρης {καμινάρηδ...
καμινέτο [ουσ ουδ.]
καμινευτής [ουσ αρσ ]
καμινεύω {καμίν-εψα...
καμίνι {καμιν-ιού...
καμιονέτα {δύσχρ. κα...
καμιόνι {καμιον-ιο...
κάμνω [ρ. μτβ.]
καμόρα [θηλ.ουσ]
καμουτσίκι {καμουτσικ...
καμουτσικιά [θηλ.ουσ]
καμουφλάζ [ουσ ουδ.]
καμουφλάρισμα [ουσ ουδ.]
καμουφλαρισμένος [επίθ.]


{{ID:KAMINADA100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti