GrecoItaliano


καναπές  
ουσιαστικό αρσενικό

diva`no ~m~, sofà ~m~

καναπές  
ουσιαστικό ουδέτερο

diva`no ~m~, sofà ~m~

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο καναπές-κρεβάτι = divano-letto [αρσ.]



Sfoglia il dizionario




{{ID:KANAPES100}}