Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθορίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 fissa`re, stabili`re, determina`re καθoρίζω την ημερομηνία μιας συνάντησης == fissare, stabilire la data di un incontro | καθορίζω την τιμή εμπορεύματος == fissare, determinare il prezzo di una merce
2 influenza`re decisame`nte, e`ssere determina`nte o τρόπος εργασίας σας θα καθoρίσει τo τελικό αποτέλεσμα == il vostro modo di lavorare sarà determinante per il risultato finale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθομολογώ καθορίζων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---