GrecoItaliano


καρδιοκλέφτης  
ουσιαστικό αρσενικό

rubacuori ~mf~

καρδιοκλέφτρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καρδιοκλέφτης]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KARDIOKLEFTHS100}}
---CACHE---