GrecoItaliano


καταδότης  
ουσιαστικό αρσενικό

delato`re ~m~, spi`a ~f~

καταδότρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καταδότης]

καταδότρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καταδότης]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KATADOTHS100}}
---CACHE---