Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›κατάψυξη

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

κατάψυξη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 congelame`nto ~m~
2 surgelame`nto ~m~
3 freezer ~m~ /φρίζερ/, cella ~f~ frigori`fera, congelato`re ~m~

permalink
‹ καταψύκτης
καταψύχω ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καταψηφίζω {καταψήφισ...
καταψήφιση {-ης κ. -ί...
καταψηφισμένος [επίθ.]
καταψυγμένος [επίθ.]
καταψύκτης {καταψυκτώ...
κατάψυξη {-ης κ. -ύ...
καταψύχω {κατέψυξα,...
κατεβάζω {κατέβασ-α...
κατεβαίνω {κατέβηκα}...
κατεβασιά [θηλ.ουσ]
κατέβασμα [ουσ ουδ.]
κατεβασμένος [επίθ.]
κατεβατό [ουσ ουδ.]
κατεγνωρίζω [ρ.]
κατεγνωσμένος [επίθ.]
κατεδαφίζω {κατεδάφισ...
κατεδάφιση {-ης κ. -ί...
κατεδαφισμένος [επίθ.]
κατεδαφιστής [ουσ αρσ ]
κατεείς [αντων.]


{{ID:KATAJYXH100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti