GrecoItaliano


Αποσαφήνιση

Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • () ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ
  • ()

καταλύτης  
ουσιαστικό αρσενικό

chimica catalizzato`re ((anche in senso figurato)) ενεργώ σαν καταλύτης == agire da catalizzatore

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KATALYTHS100}}
---CACHE---