GrecoItaliano


καυχησιάρης  
επίθετο

chi si vanta, millantato`re ~m~, smargia`sso ~m~

καυχησιάρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καυχησιάρης]

καυκησάρης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [καυχησιάρης]

καυχησάρης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [καυχησιάρης]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KAYCHSIARHS100}}
---CACHE---