Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›κεντημένος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

κεντημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [κεντάω]
2 ricama`to
3 trapu`nto

permalink
‹ κέντημα
κεντηνάριν ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κεντάγω [ρ.]
Κένταυρος {-ου κ. -α...
κεντάω (κέντ-ησα,...
κεντήκλα [θηλ.ουσ]
κέντημα {κεντήμ-ατ...
κεντημένος [επίθ.]
κεντηνάριν [ουσ ουδ.]
κεντήστρα {χωρ. γεν....
κεντητική [θηλ.ουσ]
κεντητός [επίθ.]
κεντήτρα [θηλ.ουσ]
κεντήτρια [θηλ.ουσ]
κεντίδι {κεντιδ-ιο...
κεντράδι {κεντραδ-ι...
κεντράρισμα [ουσ ουδ.]
κεντραρισμένος [επίθ.]
κεντράρω {κέντραρα ...
κεντρί {κεντρ-ιού...
κεντρίζω {κέντρισ-α...
κεντρικός [επίθ.]


{{ID:KENTHMENOS100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti