Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›κηλίδωση

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

κηλίδωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il macchia`re ~m~, macchiame`nto ~m~
2 (fig) il disonora`re κηλίδωση της μνήμης ενός νεκρού == il disonorare la memoria di un morto

permalink
‹ κηλιδώνω
κηλιδωτός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κήλη [θηλ.ουσ]
κηλίδα {-ας κ. (λ...
κηλίδες [θηλ. ουσ πληθ.]
κηλιδωμένος [επίθ.]
κηλιδώνω {κηλίδω-σα...
κηλίδωση [θηλ.ουσ]
κηλιδωτός [επίθ.]
κήνσορας {κηνσόρων}
κηπεύσιμος [επίθ.]
κηπευτικά [ουσ ουδ πληθ.]
κηπευτική [θηλ.ουσ]
κηπευτικός [επίθ.]
κηπευτός [επίθ.]
κήπος [ουσ αρσ ]
κηπούπολη {-ης κ. -π...
κηπουρική [θηλ.ουσ]
κηπουρός [ουσ αρσ και θηλ.]
κηποφύλακας [ουσ αρσ ]
κηπωρός [ουσ αρσ ]
κηρήθρα {κηρήθρων}


{{ID:KHLIDWSH100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti