κιθαριστής
ουσιαστικό αρσενικό
chitarri`sta ~mf~
κιθαρίστας
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [κιθαριστής]
κιθαρίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [κιθαριστής] e di [κιθαρίστας]
ουσιαστικό αρσενικό
chitarri`sta ~mf~
κιθαρίστας
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [κιθαριστής]
κιθαρίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [κιθαριστής] e di [κιθαρίστας]
permalink
κιθαρίστας [ουσ αρσ ]
κιθαριστής {κιθαριστρ...
κιθαρίστρια {κιθαριστρ...

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android