Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›κοινοπολιτεία

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

κοινοπολιτεία  
ουσιαστικό θηλυκό

comunità ~f~ di stati, Commonwealth ~m~ /κομον-γουελτ/

permalink
‹ κοινοποιώ
κοινοπραξία ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κοινολόγηση [θηλ.ουσ]
κοινολογώ {κοινολογε...
κοινοποιημένος [επίθ.]
κοινοποίηση {-ης κ. -ή...
κοινοποιώ {κοινοποιε...
κοινοπολιτεία {κοινοπολι...
κοινοπραξία {κοινοπραξ...
κοινός [επίθ.]
κοινοτάρχης {κοινοταρχ...
κοινοτάρχισσα [θηλ.ουσ]
κοι§νό§τα§τος [επίθ.]
κοι§νό§τε§ρος [επίθ.]
κοινότητα {κοινοτήτω...
κοινοτικός [επίθ.]
κοινοτοπία {κοινοτοπι...
κοινοτοπίες [θηλ. ουσ πληθ.]
κοινότοπος [επίθ.]
κοινότυπος [ουσ αρσ ]
κοινόχρηστα {κοινοχρήσ...
κοινόχρηστος [επίθ.]


{{ID:KOINOPOLITEIA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti