GrecoItaliano


Αποσαφήνιση

Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • () ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ
  • ()

κόλπος {1}  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ((letterario)) seno ~m~, grembo ~m~
2 geografia golfo ~m~, ba`ia ~f~
3 anatomia vagi`na ~f~
4 ((letterario)) (fig) seno ~m~, grembo ~m~ στους κόλπους της εκκλησίας == in seno alla chiesa | στους κόλπους της οικογένειας == in seno alla famiglia+++καρδιακός κόλπoς == atrio | δεξιός κόλπος == atrio destro | αριστερός κόλπος == atrio sinistro

κόλφος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κόλπος]1

κόρπος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κόλπος]1

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KOLPOS100}}
---CACHE---