GrecoItaliano


κομιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

lato`re ~m~, portato`re ~m~ κομιστής καλών ειδήσεων == latore di buone nuove | o κομιστής της παρούσης... == il latore della presente | επιταγή πληρωτέα στον κομιστή == assegno al portatore | o κομιστής δεν φέρει ευθύνη == ambasciator non porta pena

κομίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κομιστής]

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πληρωτέος στον κομιστή = pagabile al portatore



Sfoglia il dizionario




{{ID:KOMISTHS100}}
---CACHE---