κομουνιστής
ουσιαστικό αρσενικό
comunista ~mf~
κομουνίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [κομουνιστής]
κομουνιστές
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
i comuni`sti ~mp~
ουσιαστικό αρσενικό
comunista ~mf~
κομουνίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [κομουνιστής]
κομουνιστές
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
i comuni`sti ~mp~
permalink
κομουνιστές [ουσ αρσ πληθ.]
κομουνιστής {κομουνιστ...
κομουνίστρια {κομουνιστ...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
