κουλοχέρης
επίθετο
monco
κουλοχέρης
ουσιαστικό αρσενικό
slot-machine ~f~ /σλοτμασίν/
κουλοχέρα
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [κουλοχέρης]
επίθετο
monco
κουλοχέρης
ουσιαστικό αρσενικό
slot-machine ~f~ /σλοτμασίν/
κουλοχέρα
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [κουλοχέρης]
permalink
κουλοχέρα [θηλ.ουσ]
κουλοχέρης [επίθ.]
κουλοχέρης [ουσ αρσ ]
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
