GrecoItaliano


κουλοχέρης  
επίθετο

monco

κουλοχέρης  
ουσιαστικό αρσενικό

slot-machine ~f~ /σλοτμασίν/

κουλοχέρα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κουλοχέρης]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KOYLOCERHS100}}
---CACHE---