Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›κουμκουάτ

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

κουμκουάτ  
ουσιαστικό ουδέτερο

enologia liquo`re ~m~ dolce, a base di una varietà di pi`ccole ara`nce, ti`pico dell'isola di Corfù

permalink
‹ κουμκάν
κουμμενταρήσιος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κουμενταρία [θηλ.ουσ]
κουμέντιον [ουσ ουδ.]
κουμεντούρης [ουσ αρσ ]
κουμέσσος [ουσ αρσ ]
κουμκάν [ουσ ουδ.]
κουμκουάτ [ουσ ουδ.]
κουμμενταρήσιος [ουσ αρσ ]
κουμμερκιάρης [ουσ αρσ ]
κουμμέρκιν [ουσ ουδ.]
κουμμεσσάριος [ουσ αρσ ]
κουμμουνίστρια [θηλ.ουσ]
κουμού [ουσ ουδ.]
κουμουδεύω [ρ.]
κουμουδιάζω [ρ.]
κουμουδίτα [θηλ.ουσ]
κούμουλος [επίθ.]
κουμπάκι [ουσ ουδ.]
κουμπανάτος [ουσ αρσ ]
κουμπάνια [θηλ.ουσ]
κουμπάνιος [ουσ αρσ ]


{{ID:KOYMKOYAT100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti