Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›κουρελόχαρτο

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

κουρελόχαρτο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 stra`ccio ~m~ di carta, carta`ccia ~f~
2 (fig) pe`zzo ~m~ di carta stra`ccia

permalink
‹ κουρελού
κούρεμα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κουρελιασμένος [επίθ.]
κουρελλένος [επίθ.]
κουρέλλιν [ουσ ουδ.]
κουρελού [ουσ αρσ ]
κουρελού {κουρελούδ...
κουρελόχαρτο [ουσ ουδ.]
κούρεμα {κουρέμ-ατ...
κουρεμένος [επίθ.]
κουρεός [ουσ αρσ ]
κουρεύομαι [ρ. παθ.]
κουρεύω {κούρ-εψα,...
κούριερ [ουσ ουδ.]
κουρίτσι [ουσ ουδ.]
κούρκος [ουσ αρσ ]
κουρκούτης {κουρκούτη...
κουρκούτι {κουρκουτ-...
κουρκουτιάζω {κουρκούτι...
κουρκουτιασμένος [επίθ.]
κουρμπάτσι {κουρμπατσ...
κούρνια {χωρ. γεν....


{{ID:KOYRELOCARTO100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti