GrecoItaliano


κρατούμενος  
ουσιαστικό αρσενικό

detenu`to ~m~

κρατουμένη
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κρατούμενος]

κρατούμενη
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κρατούμενος]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KRATOYMENOS100}}
---CACHE---