Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρεμάστρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 attaccapa`nni ~m~, appendia`biti ~m~
2 gru`ccia ~f~, stampe`lla ~f~

κρεμάστα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κρεμάστρα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρεμαστός κρεματόριο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: