GrecoItaliano


κρίσιμος  
επίθετο

1 cri`tico, decisi`vo, crucia`le κρίσιμος αγώνας == partita decisiva, cruciale
2 cri`tico, pericolo`so, delica`to κρίσιμο στάδιο == fase critica | η κατάσταση του ασθενούς είναι κρίσιμη == le condizioni del malato sono critiche | βρίσκομαι σε κρίσιμη ηλικία == trovarsi in un'età critica

κρι§σι§μό§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [κρίσιμος]

κρι§σι§μό§τα§τος
επίθετο

superlativo di [κρίσιμος]

κρι§σι§μώ§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [κρίσιμος]

κρι§σι§μώ§τα§τος
επίθετο

superlativo di [κρίσιμος]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KRISIMOS100}}
---CACHE---