GrecoItaliano


κώδικας  
ουσιαστικό αρσενικό

co`dice ~m~ γλωσσικός κώδικας == codice linguistico | αστικός κώδικας == codice civile | πoινικός κώδικας == codice penale | κώδικας οδικής κυκλoφορίας == codice stradale | γενετικός κώδικας == codice genetico | ηθικός κώδικας == codice morale | ταχυδρομικός κώδικας == codice postale | γραμμωτός κώδικας == codice a barre

κώδιξ
ουσιαστικό αρσενικό

variante arcaica di [κώδικας]

κώνδικας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κώνδικας]

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας = codice [αρσ.] della strada



Sfoglia il dizionario




{{ID:KWDIKAS100}}
---CACHE---