κώδικας
ουσιαστικό αρσενικό
co`dice ~m~ γλωσσικός κώδικας == codice linguistico | αστικός κώδικας == codice civile | πoινικός κώδικας == codice penale | κώδικας οδικής κυκλoφορίας == codice stradale | γενετικός κώδικας == codice genetico | ηθικός κώδικας == codice morale | ταχυδρομικός κώδικας == codice postale | γραμμωτός κώδικας == codice a barre
κώδιξ
ουσιαστικό αρσενικό
variante arcaica di [κώδικας]
κώνδικας
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [κώνδικας]
ουσιαστικό αρσενικό
co`dice ~m~ γλωσσικός κώδικας == codice linguistico | αστικός κώδικας == codice civile | πoινικός κώδικας == codice penale | κώδικας οδικής κυκλoφορίας == codice stradale | γενετικός κώδικας == codice genetico | ηθικός κώδικας == codice morale | ταχυδρομικός κώδικας == codice postale | γραμμωτός κώδικας == codice a barre
κώδιξ
ουσιαστικό αρσενικό
variante arcaica di [κώδικας]
κώνδικας
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [κώνδικας]
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας = codice [αρσ.] della strada
κώδικας {κωδίκων}
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android