κωπηλάτης
ουσιαστικό αρσενικό
1 remato`re ~m~, vogato`re ~m~
2 sport canottie`re ~m~
κωπηλάτισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [κωπηλάτης]
κωπηλάτρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [κωπηλάτης]
κωπελάτης
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [κωπηλάτης]
ουσιαστικό αρσενικό
1 remato`re ~m~, vogato`re ~m~
2 sport canottie`re ~m~
κωπηλάτισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [κωπηλάτης]
κωπηλάτρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [κωπηλάτης]
κωπελάτης
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [κωπηλάτης]
permalink
κωπελάτης [ουσ αρσ ]
κωπηλάτης {κωπηλατών...
κωπηλάτισσα {κωπηλα-τι...
κωπηλάτρια [θηλ.ουσ]

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android