GrecoItaliano


κωπηλάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 remato`re ~m~, vogato`re ~m~
2 sport canottie`re ~m~

κωπηλάτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κωπηλάτης]

κωπηλάτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κωπηλάτης]

κωπελάτης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κωπηλάτης]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KWPHLATHS100}}