Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›Κύπριος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

Κύπριος  
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~mf~ di Cipro, ciprio`ta ~mf~

Κύπρια, (raro) Κυπρία
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Kύπριος]

permalink
‹ κυπριακός
Κύπρος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κυπαρισσόμηλο [ουσ ουδ.]
κύπελλο {κυπέλλ-ου...
κυπελλούχα [θηλ.ουσ]
Κύπρια, (raro) Κυπρία {Κυπρίων ε...
κυπριακός [επίθ.]
Κύπριος ο γεν. πλη...
Κύπρος [θηλ.ουσ]
κυρ [ουσ αρσ ]
κυρά {κυράδες}
κυράτσα {χωρ. γεν....
κύρη [θηλ.ουσ]
κυρηναϊκός [επίθ.]
κύρης {κύρηδες}
κυρία {κυριών}
κυριακάτικος [επίθ.]
Κυριακή [θηλ.ουσ]
Κυριακή [κύρ.όν. θηλ.]
κυριαρχημένος [επίθ.]
κυριάρχηση [θηλ.ουσ]
κυριαρχία {χωρ. πληθ...


{{ID:KYPRIOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti