Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαβώνω  
ρήμα μεταβατικό

((popolare)) ((letterario)) feri`re τον λάβωσαν θανάσιμα == l'hanno ferito a morte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαβώνικα λαγάνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---