Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαχανιάζω  
ρήμα αμετάβατο

ave`re il fia`to grosso, ave`re il fiato`ne, respira`re con affa`nno λαχάνιασε ανεβαίνοντας τις σκάλες == gli è venuto il fiato grosso salendo le scale && λαχάνιασα για να τον προφτάσω == ho corso a perdifiato per raggiungerlo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαχανί λαχάνιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---