Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαλάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [λαλώ]

λαλιέμαι
ρήμα παθητικό

variante di [λαλώ]

λαλώ  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 ((popolare)) ((letterario)) parla`re, favella`re
2 cinguetta`re, canta`re λαλoύν τ' αηδόνία == cantano gli usignoli
3 suona`re, canta`re λαλεί η φλογέρα == il flauto canta && όπoυ λαλούν πoλλά κoκόρια αργεί να ξημερώσει == troppi galli a cantar non fa mai giorno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λακωνισμός λάλημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---