Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›λαμπυρίζω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

λαμπυρίζω  
ρήμα αμετάβατο

luccica`re, scintilla`re, sfavilla`re το διαμάντι λαμπύριζε στο μισoσκόταδo == il diamante sfavillava nella semioscurità

permalink
‹ λαμπυράδα
λαμπύρισμα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λαμπρότητα {χωρ. πληθ...
λαμπροφόρος [επίθ.]
λαμπρύνω μτχ. παρκ....
λαμπτήρας [ουσ αρσ ]
λαμπυράδα [θηλ.ουσ]
λαμπυρίζω {λαμπύρισα...
λαμπύρισμα [ουσ ουδ.]
λαμπυρός [ουσ αρσ ]
λαμπυρότη [θηλ.ουσ]
λάμπω {έλαμψα} (...
λάμπων [επίθ.]
λάμψη {-ης κ. -ε...
λάμψις η έλαψες
λανάρα [θηλ.ουσ]
λαναράς {λαναράδες...
λανάρι {λαναρ-ιού...
λαναρίζω {λανάρισ-α...
λανάρισμα [ουσ ουδ.]
λαναρισμένος [επίθ.]
λανθάνω {μτχ. ενεσ...


{{ID:LAMPYRIZW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti