GrecoItaliano


λαθρέμπορος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

contrabbandie`re ~m~

λαθρέμπορας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

variante di [λαθρέμπορος]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:LAQREMPOROS100}}
---CACHE---