Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›λατρεία

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

λατρεία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 culto ~m~ τόπος λατρείας == luogo di culto
2 adorazio`ne ~f~ έχει μεγάλη λατρεία στα παιδιά της == ha una vera adorazione per i figli

permalink
‹ λάτρα
λατρεμένος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λατόμι [ουσ ουδ.]
λατομία {χωρ. πληθ...
λατόμος [ουσ αρσ ]
λατομώ {λατομείς....
λάτρα {χωρ. πληθ...
λατρεία {λατρειών}
λατρεμένος [επίθ.]
λατρευτός [επίθ.]
λατρεύω {λάτρ-ευσα...
λάτρης {λάτρ-εις,...
λάτρις [θηλ.ουσ]
λάτρισσα [θηλ.ουσ]
Λάτσιο [nome pr. nt.]
λαύρα [θηλ.ουσ]
λαφίνα [θηλ.ουσ]
λαφίνα [ουσ ουδ.]
λάφυρα [θηλ.ουσ]
λαφυραγωγημένος [επίθ.]
λαφυραγώγηση [θηλ.ουσ]
λαφυραγωγία [θηλ.ουσ]


{{ID:LATREIA100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti