Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λεφτά  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

soldi ~mp~, quattri`ni ~mp~ μου τελείωσαν τα λεφτά == mi sono finiti i soldi && βγάζει πολλά λεφτά == guadagna molto && κάνει πoλλά λεφτά == costa molto && την παντρεύτηκε για τα λεφτά της == l'ha sposata per i soldi

λεπτά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

variante di [λεφτά]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Λεφίτες λεφτάς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---