GrecoItaliano


λεφτά  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

soldi ~mp~, quattri`ni ~mp~ μου τελείωσαν τα λεφτά == mi sono finiti i soldi && βγάζει πολλά λεφτά == guadagna molto && κάνει πoλλά λεφτά == costa molto && την παντρεύτηκε για τα λεφτά της == l'ha sposata per i soldi

λεπτά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

variante di [λεφτά]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:LEFTA100}}
---CACHE---