Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λεηλατημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [λεηλατώ]
2 devasta`to
3 dirocca`to
4 gua`sto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λεηλασία λεηλατώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---