Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›λεπτουργός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

λεπτουργός  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 falegna`me ~f~
2 miniato`re ~m~

permalink
‹ λεπτουργική
λεπτοφυέστατος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λεπτότατος [επίθ.]
λεπτότερος [επίθ.]
λεπτοτεχνία {χωρ. πληθ...
λεπτότητα {χωρ. πληθ...
λεπτουργική [θηλ.ουσ]
λεπτουργός [ουσ αρσ και θηλ.]
λεπτοφυέστατος [επίθ.]
λεπτοφυέστερος [επίθ.]
λεπτοφυής {λεπτοφυ-ο...
λεπτύνομαι [ρ. παθ.]
λέπτυνση {-ης κ. -ύ...
λεπτύνω (λέπτυνα)
λέπυρο {λεπύρ-ου ...
λέρα {λερών}
λερναίος [επίθ.]
λερός [επίθ.]
λέρωμα [ουσ ουδ.]
λερωματιά [θηλ.ουσ]
λερωμένα [επίρ.]
λερωμένος [επίθ.]


{{ID:LEPTOYRGOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti