Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λησταντάρτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 briga`nte ~m~
2 grassato`re ~m~
3 svaligiato`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λησμοσύνη λησταποδόχος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---