GrecoItaliano


λιοντάρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

leo`ne ((anche figurato))

λιονταρίνα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [λιοντάρι]

λεντάρι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λεοντάρι]

λεοντάρι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λιοντάρι]

λονταρίνα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [λιονταρίνα]

λοντάρι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λιοντάρι]

λοντάριν
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λιοντάρι]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:LIONTARI100}}
---CACHE---