λιοντάρι
ουσιαστικό ουδέτερο
leo`ne ((anche figurato))
λιονταρίνα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [λιοντάρι]
λεντάρι
ουσιαστικό ουδέτερο
variante di [λεοντάρι]
λεοντάρι
ουσιαστικό ουδέτερο
variante di [λιοντάρι]
λονταρίνα
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [λιονταρίνα]
λοντάρι
ουσιαστικό ουδέτερο
variante di [λιοντάρι]
λοντάριν
ουσιαστικό ουδέτερο
variante di [λιοντάρι]
ουσιαστικό ουδέτερο
leo`ne ((anche figurato))
λιονταρίνα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [λιοντάρι]
λεντάρι
ουσιαστικό ουδέτερο
variante di [λεοντάρι]
λεοντάρι
ουσιαστικό ουδέτερο
variante di [λιοντάρι]
λονταρίνα
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [λιονταρίνα]
λοντάρι
ουσιαστικό ουδέτερο
variante di [λιοντάρι]
λοντάριν
ουσιαστικό ουδέτερο
variante di [λιοντάρι]
permalink
λιοντάρι {λιονταρ-ι...
λιονταρίνα [θηλ.ουσ]
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
