GrecoItaliano


λουκάνικο  
ουσιαστικό ουδέτερο

salsi`ccia ~f~

λουκάνικον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λουκάνικο]

λουκάνικα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

insaccati

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:LOYKANIKO100}}
---CACHE---