Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›λουτροθεραπεία

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

λουτροθεραπεία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 cura ~f~ di bagni
2 bagnatu`ra ~f~

permalink
‹ λουτρό
λουτρόπολη ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λουτρακίζομαι [ρ. παθ.]
λουτράρης {λουτράρηδ...
λουτράρισσα {λουτρα-ρι...
λουτρικός [επίθ.]
λουτρό [ουσ ουδ.]
λουτροθεραπεία {λουτροθερ...
λουτρόπολη {-ης κ. -ό...
λουτρουγώ [ρ. μτβ. και αμετβ.]
λούτσα {χωρ. γεν....
λούφα {χωρ. πληθ...
λουφαδόρος [ουσ αρσ ]
λουφάζω μππ. λουφα...
λουφάρω {λούφαρα κ...
λουφατζής [επίθ.]
λουχιέρης [ουσ αρσ ]
λουχτούκισμα [ουσ ουδ.]
λουχτουκιώ [ρ.]
λούω [ρ. μτβ.]
λοφίο [ουσ ουδ.]
λοφιοφόρος [επίθ.]


{{ID:LOYTROQERAPEIA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti