GrecoItaliano


λουρίκιν
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λωρίκιον]

λουρίκιον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λωρίκιον]

λουρικόν
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λωρίκιον]

λωρίκι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λωρίκιον]

λωρίκιν
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λωρίκιον]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:LWRIKION100}}
---CACHE---