Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λυτρωμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 affrancame`nto
2 liberazio`ne
3 redenzio`ne
4 salvame`nto
5 salve`zza
6 svi`ncolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λυτρωμένος λυτρώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---